- ξαμολιέμαι
- ξαμολιέμαι, ξαμολήθηκα, ξαμολημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαμολώ — άω 1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω 2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες τής ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες») 3. μέσ. ξαμολιέμαι… … Dictionary of Greek
ξαμολώ — ξαμόλησα, ξαμολήθηκα, ξαμολημένος 1. αφήνω κάποιον, συνήθ. ζώο, ελεύθερο: Ξαμολήσανε τα σκυλιά και με δάγκωσαν. 2. στέλνω κάποιον να κάνει γρήγορα κάποια δουλειά: Ξαμόλησα το γιο μου να τον βρει και να του μιλήσει. 3. το μέσ., ξαμολιέμαι ξεκινώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)